Από τις τέχνες της κίνησης, η Op Art (Οπτική τέχνη) κατατάσσεται παραδοσιακά στον τομέα της κινητικής τέχνης. Εμφανίστηκε στην δεκαετία του '60 και ο όρος προτάθηκε για πρώτη φορά από τα περιοδικά «Time» και «Life» στα τέλη του 1964 αλλά καθιερώθηκε με την έκθεση, Η Ανταπόκριση του Ματιού (The Responsive Eye), που οργανώθηκε το 1965 στο Museum of Modern Art της Νέας Υόρκης.
Είναι μια καινούρια τάση των τελευταίων μη αναπαραστατικών ρευμάτων, θεμελιωμένη στις αναζητήσεις της οπτικής ικανότητας του ανθρώπου.
Δημιουργήθηκε ένα νέο οπτικό αλφάβητο, βασιζόμενο στις έρευνες της ιδιότητας του φωτός, στους συνδυασμούς και στους κραδασμούς των χρωμάτων, στις αξίες των μεταβλητών κλιμάτων των φωτεινών, των χρωματιστών, των κινουμένων σημείων.
Είναι μια καινούρια τάση των τελευταίων μη αναπαραστατικών ρευμάτων, θεμελιωμένη στις αναζητήσεις της οπτικής ικανότητας του ανθρώπου.
Δημιουργήθηκε ένα νέο οπτικό αλφάβητο, βασιζόμενο στις έρευνες της ιδιότητας του φωτός, στους συνδυασμούς και στους κραδασμούς των χρωμάτων, στις αξίες των μεταβλητών κλιμάτων των φωτεινών, των χρωματιστών, των κινουμένων σημείων.

Josef Albers, Κλειδί βιολιού G2-G8, 1935
Η επίδρασή του ήταν άμεση, διερεύνησε την σχετικότητα της λειτουργίας των χρωμάτων, τις αλληλεπιδράσεις τους και απέδειξε ότι συχνά μπορεί να εξαπατάται το μάτι σε βαθμό που διαφορετικά χρώματα να φαίνονται όμοια ή τρία χρώματα να παρουσιάζονται άλλοτε σαν δύο και άλλοτε σαν τέσσερα.
Η Op Art μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε εκείνα τα έργα που ο καλλιτέχνης εμφανώς επιδιώκει την αμιγώς οπτική προσέγγιση του θεατή.
Η κίνηση είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην Op Art και στην υπόλοιπη Αφαίρεση. Μια κατηγορία έργων, είτε ως επιφάνειες είτε με κάποια αναγλυφική προβολή στον χώρο, δίνουν την εντύπωση ότι κινούνται ή μεταβάλλονται, ενώ άλλα κινούνται πραγματικά.
Η Op Art άντλησε στοιχεία από τη ζωγραφική της οπτικής μίξης των χρωμάτων του Seurat, από τους πίνακες του Delaunay, από τον Κονστρουκτιβισμό, το De Stijl, το Bauhaus αλλά και από τις περιοχές της ψυχοφυσιολογίας.
Δεν είναι ευδιάκριτη η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον για τις ανωμαλίες της αντίληψης και στο επιστημονικό ενδιαφέρον για τη διαισθητική ικανότητα ή την αντιληπτική ευελιξία του ατόμου όταν δέχεται ένα οπτικό ερέθισμα. Παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο της διαφορετικής κάθε φορά αντίδρασης μπροστά σε φόρμες, γραμμές και χρώματα που πάλλονται, συγκρούονται, εμφανίζονται, χάνονται ή κινούνται. Ο καλλιτέχνης επιχειρεί να τοποθετήσει τον θεατή απέναντι στις ασταθείς πλευρές των οπτικών φαινομένων. Για να το πετύχει αυτό εξαλείφει τα στοιχεία της προσωπικής του γραφής και υιοθετεί ένα στυλ ανώνυμο, βασισμένο σε μηχανικές λύσεις. Χρησιμοποιώντας γραφικά τεχνάσματα και συνήθεις οφθαλμαπάτες, που συναντά κανείς σε εγχειρίδια ψυχολογίας, μπορεί να ενιαιοποιεί το πρώτο και το δεύτερο επίπεδο, το κοίλο και το κυρτό, το θετικό και το αρνητικό.

Victor Vasarely, Boglar III, 1966

Victor Vasarely, Zett-Kek, 1966

Victor Vasarely, Vega Pauk 103, 1970

Francois Morellet, Τυχαία κατανομή, 1960

Bridget Riley, Ρεύμα, 1964

Bridget Riley, Καταρράκτης ΙΙΙ, 1967

Carlos Cruz-Diez, Φυσιοχρωμία αριθμός 326, 1967

Jesus Rafael Soto, Δονήσεις, 1965
Ο Julio le Parc (1928-), Αργεντινός που από το 1958 ζει στο Παρίσι ενισχύοντας την παρουσία των Νότιο-αμερικανών στην Ecole de Paris. Τον ενδιαφέρει όχι να αναγνώσει ο θεατής το έργο του αλλά να αντιδράσει σε αυτό. Παρονομαστής των συνθέσεών του είναι το φως, ένα αεικίνητο στοιχείο που η συμπεριφορά του δοκιμάζεται με επιστημονική ακρίβεια σε αδιαφανή ή διαφανή υλικά, όπως το ξύλο, το σίδερο, το αλουμίνιο, το πλεξιγκλάς ή ακόμα σε καθρέπτες και παραμορφωτικά κάτοπτρα. Τμήματα της σύνθεσης μπορεί να περιστρέφονται σε διαφορετικές ταχύτητες, συχνά με παρέμβαση του θεατή.

Yaacov Agam, Διπλή μεταμόρφωση, 1968-1969
Η Op Art διέγραψε μια τροχιά και στις Η.Π.Α., όπου εκπρόσωπος θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας μαθητής του Albers, ο Richard Anuszkiewicz(1930-). Στόχος του ήταν η οπτική λειτουργία του χρώματος. Ομόκεντρα γεωμετρικά σχήματα με απόλυτα ακριβή περιγράμματα, χρώματα που η μίξη τους ανατίθεται στο μάτι και ένα φως αρκετά επιθετικό, όπως το ηλεκτρικό, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των έργων του.

Richard Anuszkiewicz, Νερό από το βράχο, 1961-1963
Γράφτηκε από την Κατερίνα Ρουμπέκα
Βιβλιογραφία:
- Άλκης Χαραλαμπίδης, 1993, «Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα», Τόμος 2ος, Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων και Περιοδικών
- Άλκης Χαραλαμπίδης, 1993, «Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα», Τόμος 3ος, Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων και Περιοδικών
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 12ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Παρισιού, 1991, «Ομάδες, Κινήματα, Τάσεις της σύγχρονης τέχνης μετά το 1945», Εξάντας Εκδοτική Α.Ε.
- Σταύρος Τσιγκόγλου, 2000, «Η Τέχνη στο τέλος του αιώνα», Τα Νέα της τέχνης, Αθήνα
- Ιστοσελίδα της Wikipedia
Βιβλιογραφία:
- Άλκης Χαραλαμπίδης, 1993, «Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα», Τόμος 2ος, Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων και Περιοδικών
- Άλκης Χαραλαμπίδης, 1993, «Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα», Τόμος 3ος, Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων και Περιοδικών
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 12ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Παρισιού, 1991, «Ομάδες, Κινήματα, Τάσεις της σύγχρονης τέχνης μετά το 1945», Εξάντας Εκδοτική Α.Ε.
- Σταύρος Τσιγκόγλου, 2000, «Η Τέχνη στο τέλος του αιώνα», Τα Νέα της τέχνης, Αθήνα
- Ιστοσελίδα της Wikipedia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου