
Josef Albers, Κλειδί βιολιού G2-G8, 1935
Η επίδρασή του ήταν άμεση, διερεύνησε την σχετικότητα της λειτουργίας των χρωμάτων, τις αλληλεπιδράσεις τους και απέδειξε ότι συχνά μπορεί να εξαπατάται το μάτι σε βαθμό που διαφορετικά χρώματα να φαίνονται όμοια ή τρία χρώματα να παρουσιάζονται άλλοτε σαν δύο και άλλοτε σαν τέσσερα.
Η Op Art μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε εκείνα τα έργα που ο καλλιτέχνης εμφανώς επιδιώκει την αμιγώς οπτική προσέγγιση του θεατή.
Η κίνηση είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην Op Art και στην υπόλοιπη Αφαίρεση. Μια κατηγορία έργων, είτε ως επιφάνειες είτε με κάποια αναγλυφική προβολή στον χώρο, δίνουν την εντύπωση ότι κινούνται ή μεταβάλλονται, ενώ άλλα κινούνται πραγματικά.
Η Op Art άντλησε στοιχεία από τη ζωγραφική της οπτικής μίξης των χρωμάτων του Seurat, από τους πίνακες του Delaunay, από τον Κονστρουκτιβισμό, το De Stijl, το Bauhaus αλλά και από τις περιοχές της ψυχοφυσιολογίας.
Δεν είναι ευδιάκριτη η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον για τις ανωμαλίες της αντίληψης και στο επιστημονικό ενδιαφέρον για τη διαισθητική ικανότητα ή την αντιληπτική ευελιξία του ατόμου όταν δέχεται ένα οπτικό ερέθισμα. Παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο της διαφορετικής κάθε φορά αντίδρασης μπροστά σε φόρμες, γραμμές και χρώματα που πάλλονται, συγκρούονται, εμφανίζονται, χάνονται ή κινούνται. Ο καλλιτέχνης επιχειρεί να τοποθετήσει τον θεατή απέναντι στις ασταθείς πλευρές των οπτικών φαινομένων. Για να το πετύχει αυτό εξαλείφει τα στοιχεία της προσωπικής του γραφής και υιοθετεί ένα στυλ ανώνυμο, βασισμένο σε μηχανικές λύσεις. Χρησιμοποιώντας γραφικά τεχνάσματα και συνήθεις οφθαλμαπάτες, που συναντά κανείς σε εγχειρίδια ψυχολογίας, μπορεί να ενιαιοποιεί το πρώτο και το δεύτερο επίπεδο, το κοίλο και το κυρτό, το θετικό και το αρνητικό.